ὑπόπυον

ὑπόπυον
ὑπόπυος
tending to suppuration
masc/fem acc sg
ὑπόπυος
tending to suppuration
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπόπυον — το, Ν ιατρ. βλ. υπόπυος …   Dictionary of Greek

  • υπόπυος — α, ον / ὑπόπυος, ον, ΝΑ έμπυος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπόπυον ιατρ. συγκέντρωση πύου εσωτερικά και στο κάτω μέρος τού πρόσθιου θαλάμου τού ματιού, που αποτελεί σημείο ενδοφθάλμιας λοίμωξης αρχ. 1. αναμεμιγμένος με πύον 2. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”